- ἐπαγγελλόμενος
- ἐπαγγέλλωtellaor part mid masc nom sgἐπαγγέλλωtellpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повѣдати — ПОВѢДА|ТИ (607), Ю, ѤТЬ гл. 1.Рассказать (рассказывать), поведать, сказать: Повѣдаша нѣкотерии дх҃вьнии. достоини вѣрованию. ˫ако очивисть || нѣкъгда ˫ави сѧ имъ ди˫аволъ. (διηγήσαντο) Изб 1076, 193–194; ѿ петра гр‹амот›а. къ влъчькови. то еси ты … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… … Dictionary of Greek